ενδογενής
Greek Monolingual
-ές (Α ἐνδογενής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται μέσα στον οργανισμό ή από κάποια εσωτερική αιτία
2. φρ. «ενδογενείς δυνάμεις ή παράγοντες» — γεωλογικές δυνάμεις που προέρχονται από το εσωτερικό της γης (σεισμοί, μαγματισμός, θερμές πηγές κ.λπ.)
3. φρ. «ενδογενές πέτρωμα» — πέτρωμα του οποίου η ύλη προέρχεται από τα βάθη του γήινου φλοιού
4. το ουδ. ως ουσ. τα ενδογενή
α) ουσίες που προέρχονται από τον ίδιο τον οργανισμό, από τη λειτουργία τών ιστών και τη φθορά τους
β) τα όργανα ή ανατομικά στοιχεία του φυτού, τα οποία γεννώνται από κύτταρα που βρίσκονται στο βάθος τών ιστών
αρχ.
(για δούλο) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι («σώμα γυναικεῑον, ᾇ ὄνομα Νικοστράτα ἐνδογενῆ»).