ἐνδυτός
English (LSJ)
όν,
A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36. 2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14. II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
qu’on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.
Spanish (DGE)
(ἐνδῠτός) -όν
• Alolema(s): ἔνδυτ- Herod.8.65
I 1cubierto de στέμμασί γ' ἐ. ref. ὀμφαλός del templo de Apolo, E.Io 224.
2 de ropa o complementos puesto, ceñido en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.Eu.1028, στέφεα E.Tr.257, στολαί Antiph.38.1
•ajustado σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.BI 5.233.
II subst. τὸ ἐνδυτόν prenda de vestir, vestido ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo E.Ba.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo E.IA 1073, cf. Call.Ap.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto E.HF 443, cf. IG 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), AP 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., SB 14203.3 (V/VI d.C.)
•fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel E.Ba.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra, AP 6.250 (Antiphil.).
Greek Monolingual
-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).