ἔσθημα
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἐσθήματος, τό, garment, always in plural in Trag., ἐσθήματα = clothes, raiment, as A.Pers.836, Ag.562, S.El.268, cf. Th.3.58, etc.: later in sg., Ael.VH1.2, Jul.Or.2.85a.
German (Pape)
[Seite 1042] τό, Bekleidung, Kleid, meist im plur., Aesch. Ag. 548 Pers. 822 u. öfter; φορεῖν, Soph. El. 260; Eur.; Thuc. 3, 58 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐσθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἔσθημα: ατος τό преимущ. pl. одежда, платье Trag., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσθημα: τό, ἔνδυμα, ἐν χρήσει παρὰ Τραγ., ἀείποτε κατὰ πληθ., = ἐνδύματα, ὡς Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 836, ἐν Ἀγ. 562, Σοφ. ἐν Ἠλ. 268· οὕτω καὶ παρὰ Θουκ. 3. 58, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔσθημα: -ατος, τό, ένδυμα, στον πληθ., ρούχα, ενδυμασίες, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἔσθημα, ατος, τό,
a garment, in plural, clothes, raiment, Trag., Thuc., etc.