ένοπλος

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνοπλος, -ον) όπλον
αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη»)
2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» — το σύνολο τών στρατιωτικών και ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων του κράτους
αρχ.
(κυρ. για τον Δούρειο Ίππο) αυτός που έχει μέσα του ένοπλους άνδρες («βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον», Ευρ.).
επίρρ...
ενόπλως
με τα όπλα.