σύρραξη

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η / σύρραξις, -άξεως, ΝΜΑ συρράσσω
βίαιη σύγκρουση μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων
νεοελλ.
ένοπλη σύγκρουση, πόλεμος.