δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η / σύρραξις, -άξεως, ΝΜΑ συρράσσωβίαιη σύγκρουση μεταξύ προσώπων ή πραγμάτωννεοελλ.ένοπλη σύγκρουση, πόλεμος.