ἐξανάστημα

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A erection, Eust.1719.39 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάστημα: τό, «διὰ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación, alzado plu. concr. quizá construcciones, edificios οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα Anon.Iud.6.386.

Greek Monolingual

ἐξανάστημα, το (Μ)
αυτό που ανεγείρεται, που ανυψώνεται, επομένως το κτήριο, το οικοδόμημα («οἰκοδομήματα ή άλλως έξαναστήματα», Ευστ.).