ον,
A with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.
ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
ἔξαρμος, -ον (Α) αρμόςαυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.