αρμός

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἁρμός)
1. η συναρμογή δύο αντικειμένων
2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών
νεοελλ.
1. ρωγμή, χαραμάδα
2. κορυφή βουνού ή λόφου
αρχ.
το μάνταλο της θύρας.