ἕνωμα

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A concrete unity, Dam.Pr.53,107 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fil. unión concreta de todo, unificación τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον εἰπεῖν, ἕ. Dam.Pr.53, plu., Dam.Pr.69 (p.98).

Greek Monolingual

το (Α ἕνωμα)
νεοελλ.
ένωση
αρχ.
πραγματική, συγκεκριμένη ενότητα.