εξεταστής

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) εξετάζω
νεοελλ.
1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.
2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους
αρχ.-μσν.
κριτής, δικαστής
αρχ.
1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών
2. (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως καθήκον να ελέγχει τη μισθοδοσία τών μισθοφορικών στρατευμάτων.