ἐξικάνω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

[ᾱ],

   A arrive at, impf. ἐξίκανε [ῑ] Orph.A.194; cf. ἐξίκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑκάνω: ἐξικνοῦμαι, φθάνω εἴς τι μέρος, Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. ἐξίκω.

Greek Monolingual

ἐξικάνω (Α)
αφικνούμαι, φτάνω πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].