ἐξικάνω

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐκάνω Medium diacritics: ἐξικάνω Low diacritics: εξικάνω Capitals: ΕΞΙΚΑΝΩ
Transliteration A: exikánō Transliteration B: exikanō Transliteration C: eksikano Beta Code: e)cika/nw

English (LSJ)

[ᾱ], arrive at, impf. ἐξίκανε [ῑ] Orph.A.194; cf. ἐξίκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑκάνω: ἐξικνοῦμαι, φθάνω εἴς τι μέρος, Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. ἐξίκω.

Greek Monolingual

ἐξικάνω (Α)
αφικνούμαι, φτάνω πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].