ενυδάτωση

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. χημ. εισαγωγή νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας ένωσης
2. (για καλλυντικό) αύξηση της ποσότητας νερού στα κύτταρα του δέρματος.