ἐξήλυσις

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A way out, outlet, τοῦ πυρὸς οὐκ ἔχοντος (nisi leg. -τες) ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος Hdt.5.101; of a river, ἔχοντος οὐδαμῇ ἐ. Id.3.117; ἐ. ἐς θάλασσαν κατήκουσα Id.7.130.

German (Pape)

[Seite 881] ἡ, der Ausgang, Her 3, 117. 7, 130.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξήλῠσις: -εως, ἡ, ἔξοδος, τοῦ πυρὸς οὐκ ἔχοντος ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος Ἡρόδ. 5. 101· ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχοντος οὐδαμῇ ἐξ 3. 117· ἐξ. ἐς θάλασσαν κατήκουσα 7. 130.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) ; gén. ion. ιος;
sortie.
Étymologie: ἐξελεύσομαι, f. de ἐξέρχομαι.

Greek Monolingual

ἐξήλυσις, η (Α) ἡλυσις
έξοδος, διέξοδος («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», Ηρόδ.).