εξώφυλλο

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. το εξωτερικό φύλλο βιβλίου
2. το εξωτερικό φύλλο παραθύρου
3. στον πληθ. τα τραπουλόχαρτα που αφαιρούνται ως περιττά σ' ένα παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. outpaper)].