ἐπαναπνέω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A have a double inspiration (cf. ἐπανάκλησις 11), ἐ. διπλόον Hp.Epid.7.92.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πνέω), wieder aufathmen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.

Greek Monolingual

ἐπαναπνέω (Α)
έχω διπλή, διακεκομμένη αναπνοή («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).