επεγκελεύω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπεγκελεύω (AM)
1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ' οὖν ἐπεγκέλευέ γ' ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.)
2. μέσ. επεγκελεύομαι
διατάσσω, συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»].