ἐπεγκελεύω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
give an order or signal to others, E.Cyc.652; exhort, encourage, τινί prob. in Id.El.1224 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 908] (s. κελεύω), dazu befehligen, Eur. Cycl. 652.
French (Bailly abrégé)
exhorter vivement.
Étymologie: ἐπί, ἐγκελεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγκελεύω: побуждать, подбодрять Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγκελεύω: παρορμῶ, παρακινῶ, ἐπιθαρρύνω τινὰ εἴς τι ἔργον, ἀλλ’ οὖν ἐπεγκέλευέ γ’... ὡς εὐψυχίαν κτησώμεθα Εὐρ. Κύκλ. 652.
Greek Monolingual
ἐπεγκελεύω (AM)
1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ' οὖν ἐπεγκέλευέ γ' ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.)
2. μέσ. επεγκελεύομαι
διατάσσω, συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»].
Greek Monotonic
ἐπεγκελεύω: μέλ. -σω, δίνω εντολή σε άλλους, σε Ευρ.