επερώτηση
Greek Monolingual
η (AM ἐπερώτησις) επερωτώ
ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος
νεοελλ.
γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών του κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή της κυβερνήσεως συνολικά
μσν.
σύμβαση η οποία δημιουργούσε υποχρεώσεις μόνο για τον ερωτώμενο (:spondes, ομολογείς;).