ερώτηση
From LSJ
ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse
Greek Monolingual
η (AM ἐρώτησις) ερωτώ
1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῖν δεῖται», Πλάτ.)
2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό
νεοελλ.
1. το ζήτημα για το οποίο ζητάει κάποιος απάντηση ή διευκρίνηση
2. (φρ. «παραπειστική ερώτηση» — διφορούμενη ερώτηση που μπορεί να τήν εννοήσει κάποιος με δύο τρόπους και που απευθύνεται για παραπλάνηση
μσν.
1. (για μάρτυρα) εξέταση, ανάκριση
2. αίτηση
αρχ.
(στη διαλεκτική) πρόκληση λογικών συμπερασμάτων με ερωτήσεις.