ἐπιβριθής

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ές,

   A falling heavy upon, A.Eu.965 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 931] ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβρῑθής: -ές, ἔχων βαρύτητα εἴς τι, παντὶ χρόνῳ δ’ ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, περὶ τῶν Μοιρῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui pèse de tout son poids, accablant.
Étymologie: ἐπιβρίθω.

Greek Monolingual

ἐπιβριθής, -ές (Α)
αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βριθής (< βρίθος «βάρος»)].