ἐπιβρίθω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβρῑθω Medium diacritics: ἐπιβρίθω Low diacritics: επιβρίθω Capitals: ΕΠΙΒΡΙΘΩ
Transliteration A: epibríthō Transliteration B: epibrithō Transliteration C: epivritho Beta Code: e)pibri/qw

English (LSJ)

A fall heavy upon, fall heavily, of rain, ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Il.5.91, 12.286; in good sense, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν when the seasons weigh down [the vines], i.e. make the clusters heavy, Od. 24.344; press down, μέοος τῆς πορθμίδος Ael.NA13.19; of winds, Thphr. Vent.34; ἐπ' ἄλσεα Q.S.3.326: c.dat., ἐλάτῃσι Id.12.124, cf. 2.371, al.: metaph., μή ποτ' ἐπιβρίσῃ πόλεμος Il.7.343; of persons, ἐπέβρισαν.. ἀμφὶ ἄνακτα pressed closely, thronged around him, 12.414, cf. Theoc.22.93, App.BC4.25; especially in Tactics, exert pressure, τοῖς σώμασι Ascl.Tact.5.2, cf. Arr.Tact.12.10; τοῖς πεζοῖς Jul.Or.1.36d: generally, ᾗ ἂν ἐπιβρίσῃ Porph.Abst.1.43; also of wealth, ὄλβος εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται follows in full weight, Pi.P.3.106; of love, Opp. C.1.392; of wine, ib.4.351; of sleep, AP9.481 (Jul.).
II. trans., press on, τὸν κριὸν ἐπὶ τὰ γέρρα J.BJ3.7.23; press home, ἀκωκὴν ἐ. Opp.H.2.467.

German (Pape)

[Seite 931] schwer darauf lasten, mit ganzer Last darauf fallen, ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος, wenn Zeus Regen mit Gewalt darauf niederstürzt, Il. 5, 91. 12, 286; vom Kriege, μή ποτ' ἐπιβρίσῃ πόλεμος 7, 343; vgl. 12, 414, wo der Schol. erkl. μετὰ βάρους ὥρμησαν; im guten Sinne, ὁπότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν, wenn Zeus' Jahreszeiten den Reben von oben her kräftiges Gedeihen geben, Od. 24, 344; πλοῦτος ἐπιβρίσας Pind. P. 3, 106. Oft bei sp. D., αἴ κεν ἐπιβρίσῃ Θρῂξ στρατός Ap. Rh. 1, 678; τινί, Nonn. D. 47, 688, wie Col. 143. Von der Liebe, εἴαρι γὰρ πάνδημος ἐπιβρίθει Κυθέρεια Opp. Cyn. 1, 392; vom Schlaf, Ep. ad. 433 (XI, 481). In Prosa erst Plut. u. Sp. – Activ., κείνου ἐπιβρίσαντος ἀκωκήν Opp. H. 2, 467.

French (Bailly abrégé)

peser sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, βρίθω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβρίθω: (ρῑ)
1 (тяжело) падать, обрушиваться: ὅτ᾽ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Hom. когда хлынет Зевсов ливень; ὁππότε ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν Hom. когда снизойдет (на землю благодатная) пора, т. е. весна; μήποτ᾽ ἐπιβρίσῃ πόλεμος Hom. чтобы когда-л. не нагрянула война;
2 устремляться: ἐπέβρισαν ἀμφὶ ἄνακτα Hom. (ликийцы толпой) ринулись вслед за царем;
3 нападать (τινά Theocr.; перен. ὕπνος ἐπιβρίσας τινά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβρίθω: ῑ: μέλλ. -ίσω, ἐπιπίπτω βαρύς, ἐπέρχομαι σφοδρός, ἐπὶ βροχῆς, ὅτ’ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Ἰλ. Ε. 91, M. 286· ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν, «ἐπιβαρήσειαν τοὺς καρποὺς ὡς ἤδη πεπληρωμένους καὶ οὕτω βάρος ἔχοντας» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 344· οὕτως ἐπὶ ἀνέμων, ᾗ γὰρ ἂν ἐπιβρίσῃ ταύτῃ κατέρρηξεν ἀληθῶς ἀθρόον Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 34· λάβρον ἐπιβρίσαντες ἐπ’ ἄλσεα ὑλήεντα Κόϊντ. Σμ. 3. 326:- μεταφ., Λατ. incumbere, urgere, μήποτ’ ἐπιβρίσῃ πόλεμος, «ἐπιβρίσῃ, ἐπιβαρήσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 343· ἐπὶ προσώπων, ἐπέβρισαν… ἀμφὶ ἄνακτα, συνήχθησαν περὶ αὐτόν, Μ. 414, πρβλ. Θεόκρ. 22. 93, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25· ὡσαύτως ἐπὶ πλούτου, ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται ἄπλετος εὖτ’ ἂν ἐπιβρίσας ἕπηται, «ἡ δὲ τῶν ἀνθρώπων εὐδαιμονία οὐκ ἐς μακρὸν παραγίνεται, ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐπὶ πολὺ παραμένει· ἐπειδὰν μάλιστα ἐπακολουθήσας (ὁ ὄλβος) πολὺς ἐπιβαρήσῃ καὶ παραγένηται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 190· ἐπὶ ἔρωτος, Ὀππ. Κ. 1. 392· ἐπὶ οἴνου, αὐτόθι 4. 349· ἐπὶ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 9. 481. ΙΙ. μεταβ., ἐπωθῶ μετὰ δυνάμεως, κείνου κρυόεσσαν ἐπιβρίσαντος ἀκωκὴν Ὀππ. Ἁλ. 2. 467.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέβρῖσα: weigh down upon, make heavy (with fruit), Od. 24.344; fall heavily (upon), Il. 7.91, Il. 12.286, fig., πόλεμος, Il. 7.343.

English (Slater)

ἐπιβρῑθω fall heavily πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις (ὄλβος) ἕπηται with its full weight (P. 3.106)

Greek Monolingual

ἐπιβρίθω (Α)
1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου
2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι»)
3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω
4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι
5. (για πλήθος) συνωθούμαι
7. (για εποχή) έρχομαι και δίνω βάρος στους καρπούς καθώς ωριμάζουν
8. χτυπώ κάτι κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρίθω «είμαι γεμάτος»].

Greek Monotonic

ἐπιβρίθω: [ῑ], μέλ. -ίσω, πέφτω βαρύς πάνω σε, επέρχομαι με σφοδρότητα, λέγεται για βροχή, σε Ομήρ. Ιλ.· με θετική σημασία, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν, όταν οι εποχές απέδιδαν δυνατούς καρπούς, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα, ἐπέβρισαν ἀμφὶ ἄνακτα, μαζεύτηκαν γύρω του, στο ίδ.

Middle Liddell

fut. ίσω
to fall heavy upon, fall heavily, of rain, Il.; in good sense, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν when the seasons produce heavy crops, Od.: —metaph., of war, Il.; of persons, ἐπέβρισαν ἀμφὶ ἄνακτα pressed closely round him, Il.