ἐπιβριθής

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβρῑθής Medium diacritics: ἐπιβριθής Low diacritics: επιβριθής Capitals: ΕΠΙΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: epibrithḗs Transliteration B: epibrithēs Transliteration C: epivrithis Beta Code: e)pibriqh/s

English (LSJ)

ἐπιβριθές, falling heavy upon, A.Eu.965 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 931] ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui pèse de tout son poids, accablant.
Étymologie: ἐπιβρίθω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβρῑθής: тяжело или гневно обрушивающийся, грозно тяготеющий (ἐπιβριθεῖς τινι Μοῖραι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβρῑθής: -ές, ἔχων βαρύτητα εἴς τι, παντὶ χρόνῳ δ’ ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, περὶ τῶν Μοιρῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695.

Greek Monolingual

ἐπιβριθής, -ές (Α)
αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βριθής (< βρίθος «βάρος»)].

Greek Monotonic

ἐπιβρῑθής: -ές, αυτός που πέφτει βαρύς ή με σφοδρότητα πάνω σε, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπιβρῑθής, ές
falling heavy upon, Aesch. [from ἐπιβρῑ/θω]