ἐπιξένωσις

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hospitable relations, pl., D.S.31.13, SIG888.140 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, Ankunft eines Gastfreundes, Philostr. iun. im. 13; Besuch an einem fremden Ort, Bekanntschaft daselbst, D. Sic. exc. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξένωσις: -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι μετὰ τῶν ἐκεῖ οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582.

Greek Monolingual

ἐπιξένωσις, ἡ (Α) επιξενούμαι
επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.).