επίσκεψη
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
η (AM ἐπίσκεψις) επισκέπτομαι
1. (για γιατρό) μετάβαση για εξέταση αρρώστου
2. μετάβαση σ’ έναν τόπο ή χώρο και παρατήρηση τών αξιοθέατων
3. επιθεώρηση («οὔθ’ ἱππέων ἐπίσκεψιν... ἐποιήσαντο», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η χρηματική αμοιβή για ιατρική επίσκεψη
2. μετάβαση στο σπίτι κάποιου από φιλοφροσύνη
3. ο ίδιος ο επισκέπτης («περιμένω επισκέψεις»)
μσν.
σκέψη, φροντίδα
αρχ.
1. έρευνα, αναζήτηση
2. απογραφή τών κατοίκων.