επίσκεψη Search Google

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

η (AM ἐπίσκεψις) επισκέπτομαι
1. (για γιατρό) μετάβαση για εξέταση αρρώστου
2. μετάβαση σ’ έναν τόπο ή χώρο και παρατήρηση τών αξιοθέατων
3. επιθεώρηση («οὔθ’ ἱππέων ἐπίσκεψιν... ἐποιήσαντο», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η χρηματική αμοιβή για ιατρική επίσκεψη
2. μετάβαση στο σπίτι κάποιου από φιλοφροσύνη
3. ο ίδιος ο επισκέπτηςπεριμένω επισκέψεις»)
μσν.
σκέψη, φροντίδα
αρχ.
1. έρευνα, αναζήτηση
2. απογραφή τών κατοίκων.