ἐπιμωμητός

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

Dor.ἐπιμωμ-ᾱτός, ή, όν,

   A blameworthy, [ἔρις] Hes.Op.13; ἔργον Theoc.26.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμωμητός: -ή, -όν, ἀξιόμεμπτος, ἔρις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· ἔργον Θεόκρ. 26. 38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmé.
Étymologie: ἐπιμωμάομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμωμητός, -ή, -όν (Α) επιμωμώμαι
αξιόμεμπτος.