επισκέπτης

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες της εκθέσεως»)
2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του
νεοελλ.
τεχνίτης της υπηρεσίας έλξεως σιδηροδρόμου που επιθεωρεί τα οχήματα πριν από την εκκίνηση
αρχ.
1. επιθεωρητής, επόπτης
2. αυτός που ερευνά για να διαπιστώσει κάτι
3. αυτός που φέρνει χαιρετισμούς από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτομαι. Η λ. επισκέπτρια μαρτυρείται από το 1874 στον Ιω. Παπαδιαμαντόπουλο].