ἐπισκέπτης

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκέπτης Medium diacritics: ἐπισκέπτης Low diacritics: επισκέπτης Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Transliteration A: episképtēs Transliteration B: episkeptēs Transliteration C: episkeptis Beta Code: e)piske/pths

English (LSJ)

ἐπισκέπτου, ὁ, inspector, PLond.3.1171.63 (i B.C.); ἐλαϊκῶν καρπῶν Sammelb.4416.8(ii A.D.): generally, one who inquires into, φήμης App.BC3.25; = ἐπίσκοπος, AB254; = salutigerulus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, = ἐπίσκοπος, Aufseher, B. A. 254, 15; LXX. – Spion, App. B. C. 3, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκέπτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπισκεπτόμενος, «ἐπισκέπται, ἄρχοντες ἐπισκεπτόμενοι τοὺς ὑπηκόους καὶ τὰ τούτων πράγματα» Α. Β. 254. 15: ― κατάσκοπος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 25.

Greek Monolingual

ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες της εκθέσεως»)
2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του
νεοελλ.
τεχνίτης της υπηρεσίας έλξεως σιδηροδρόμου που επιθεωρεί τα οχήματα πριν από την εκκίνηση
αρχ.
1. επιθεωρητής, επόπτης
2. αυτός που ερευνά για να διαπιστώσει κάτι
3. αυτός που φέρνει χαιρετισμούς από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτομαι. Η λ. επισκέπτρια μαρτυρείται από το 1874 στον Ιω. Παπαδιαμαντόπουλο].