το (AM ἐπωνύμιον)επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωνύμιον (< όνομα)πρβλ. ανθρωπ-ωνύμιο, παρ-ωνύμιο, τοπ-ωνύμιο].