ἐριδινής

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ές

   A, (δῖνος) whirling, eddying swiftly, Tryph.231 (v.l. περιδ-).

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριδῑνής: -ές, (δῖνος), ὁ λίαν ταχέως περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.

Greek Monolingual

ἐριδινής, -ές (Α)
αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -δινής (< δίνος «περιστροφή»].