ἐριδινής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριδῑνής Medium diacritics: ἐριδινής Low diacritics: εριδινής Capitals: ΕΡΙΔΙΝΗΣ
Transliteration A: eridinḗs Transliteration B: eridinēs Transliteration C: eridinis Beta Code: e)ridinh/s

English (LSJ)

ἐριδινές
A, (δῖνος) whirling, eddying swiftly, Tryph.231 (v.l. περιδινής).

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριδῑνής: -ές, (δῖνος), ὁ λίαν ταχέως περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.

Greek Monolingual

ἐριδινής, -ές (Α)
αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -δινής (< δίνος «περιστροφή»].