-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].