ετερόφθαλμος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος
2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμα
μσν.-αρχ.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα μάτι γαλανό και το άλλο καστανό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + οφθαλμός].