ετερόμετρος
Greek Monolingual
(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.———————— (II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.
(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.———————— (II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.