-η, -ο1. αυτός που έχει ερυθρό δέρμα2. ως ουσ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών ερυθροδέρμων (ιθαγενών της Αμερικής).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δερμος (< δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα].