εσχάρα

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
βλ. σχάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε -ρᾱ (κατά τα τέφ-ρᾱ, χώ-ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα.
ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης, εσχαρόομαι, έσχαρος, εσχαρών].