εσχαρίς

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source

Greek Monolingual

ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.