εσχαρών

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ἐσχαρών (-ῶνος), ὁ (Α) εσχάρα
επιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας.