η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),
A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.
ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].