ἐτυμηγόρος, -ον (Α)αυτὸς που λέει την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόροςτο η λόγω της συνθέσεως].