έτυμος

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔτυμος, -ον και ἔτυμος, -ύμη, -ον)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν)
η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα
αρχ.
αληθινός, πραγματικός, βέβαιοςἔτυμος λόγος» — αληθινή διήγηση, Στησίχ.)
επίρρ...
ἐτύμως και ἔτυμον (Α)
1. αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός», Αισχύλ.) (συν. και στη φράση ὡς ἐτύμως)
2. ετυμολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος τ. του ετεός, του οποίου το ουδ. το έτυμον «η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. του ρ. ετυμολογώ (> ετυμολογία)].