εὔκολλος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, (κόλλα)

   A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.

Greek Monolingual

εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].