αμφί

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

ἀμφὶ πρόθ. (Α)
(κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη
Α. (με γενική)
1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου
«ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123)
2. (όπως η πρός, για επικλήσεις, ικεσίες)
«πρὸς Ζηνός... Φοίβου τ’ ἀμφί», για το (στο) όνομα του Φοίβου (Απολλ. Ρόδ. 2.216)
3. αναφορικά με, για κάτι
«ἀμφ’ Ἄρεος φιλότητος ἀείδειν», τραγουδώ για την αγάπη... (8 267)
4. (με τοπική σημασία) γύρω, τριγύρω από
«ἀμφὶ ταύτης τῆς πόλιος» (Ηρόδ. 8.104)
Β. (με δοτική) Ι. (με τοπική σημασία)
1. και στις δύο πλευρές κάποιου, γύρω από κάποιον «ἀμφ’ ὀχέεσσι» (Ε 723)
«ἀμφὶ κεφαλῇ» (Ω 163)
2. ολόγυρα, τριγύρω από
«κρέα ἀμφ’ ὀβελοῖσι μεμύκει» (μ 395)
3. (γενικότερα) κοντά, δίπλα, πλάι (όπως η ἐπί)
«ἀμφὶ πύλῃσι μάχεσθαι» (Μ 175)
φρ. «ἀμφ’ ἐμοί», επάνω μου,
4. (κυρίως με τη σημασία του «κρέμομαι» ή «βρίσκομαι επάνω από κάποιον») «φύλακα ἀμφὶ σοι λείψω» (Σοφ. Αί. 562)
ΙΙ. (με χρονική σημασία) «ἀλίῳ ἀμφὶ ἑνὶ» μέσα σε μια μέρα (Πίνδ. Ολ. 13.37)
ΙΙΙ. (για σχέση ή συνάφεια χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια του τόπου) «ἀμφὶ νεκροῖσιν» σχετικά με τους νεκρούς (Η 408)
«ἐπ’ ἔργοισιν ἀμφὶ τε βουλαῖς», με έργα και με σκέψεις (Πίνδ. Πυθ. 5.119)
ΙV. (για αιτία)
1. για χάρη, για το χατίρι κάποιου
«ἀμφ’ Ἑλένῃ μάχεσθαι» (Γ 70)
2. για, αναφορικά, σχετικά με
«ἀμφὶ τῷ θανάτῳ αὐτῆς λόγος λέγεται» (Ηρόδ. 3, 32)
3. από, εξαιτίας
«ἀμφὶ φόβῳ», από μεγάλο φόβο (Αισχ. Χοηφ. 547)
V. όπως η ἐπί, με τη σημασία του επί πλέον, της προσθήκης, «πόνος ἀμφὶ πόνῳ» (Σιμων. 39)
Γ. (με αιτιατική) Ι. (με τοπική σημασία)
1. γύρω, ολόγυρα (συνήθως με έννοια κινήσεως)
«ἀμφί μιν φᾱρος βάλον» (Ω 588)
2. κοντά, δίπλα, κάπου κοντά
«ἀμφὶ ῥέεθρα» (Β 461)
«ἀμφὶ ἄστυ», «ἀνὰ» την πόλη (Λ. 706)
3. (και με εύνοια κινήσεως), «ἦλθες ἀμφὶ Δωδώνην», στην περιοχή της Δωδώνης (Αισχ. Προμ. 830)
4. (για πρόσωπα που συσπειρώνονται γύρω από κάποιον ως ακόλουθοι, οπαδοί, μαθητές κ. λπ
«οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν», η σχολή του Πρωταγόρα (Πλίν. Θεαίτ. 170 ι)
αλλά «οἱ ἀμφὶ Κορινθίους, Μεγαρέας κ.λπ.», οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς κ.λπ. και οι γείτονές τους (Ηρόδ. 9.69)
5. φρ. «τὰ ἀμφί τι», τα σχετικά με κάποιο πράγμα
«τὰ ἀμφί τὴν δίαιταν», ενδοοικιακές ενασχολήσεις
6. (για αιτία, όπως στο ΙV 1, 2)
«μνήσασθαι ἀμφὶ τινα» (Ομ. Ύμ. 7.1)
7. φρ. «ἀμφί τι ἔχω», είμαι απασχολημένος, ασχολούμαι με κάτι
ΙΙ. (με χρον. σημ.)
1. κατά, κατά τη διάρκεια
«τὸν λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον» (Πίνδ. Ολ. 1.97)
2. περίπου, κατά τη διάρκεια, γύρω στο(ν), περί (τον, την)
«ἀμφὶ τὸν χειμῶνα» (Ξεν. Κύρ. Αν. 8.6.22)
3. (για αριθμό κατά προσέγγιση) «ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας», περίπου 120.000 (Ξεν. Κύρ. Αν. 1.2.15)
Δ. (ως επίρρ.) από όλες τις πλευρές, γύρω, ολόγυρα
«ἀμφὶ δὲ λειμὼν» (ζ 292)
Ε. (στα ποιητικά κείμενα συχνά βρίσκεται ύστερα από την πτώση που εξαρτάται από αυτήν, αλλά ποτέ με αναστροφή, «οἱ δέ μιν ἀμφὶ» (ψ 46).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἀμφί < ΙΕ ambhi και mbhi «γύρω, τριγύρω, κι από τις δύο μεριές», πρβλ. αρχ. ινδ. abhi, αλβ. bhi, λατ. ambi (ambiguous «αμφίβυλις»
amoamicio «περιβάλλω», και ananceps «αμφικέφαλος, δικέφαλος, δίστομος»), γερμ. um κ.ά.].