εὐκόσμητος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A welladorned, h. Merc.384.

German (Pape)

[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.

Greek Monolingual

εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].