η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι2. επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο- (του εύπλους) + κατάλ. -ια (πρβλ. αντί-πλοια, ά-πλοια)].