ον,
A toilsome, φυλακαί Aristonous 1.38.
εὔπονος, -ον (ΑΜ)επίπονος, κουραστικός. επίρρ...εὐπόνως (Μ)επίπονα, με μεγάλο κόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»].