εὔπονος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A toilsome, φυλακαί Aristonous 1.38.

Greek Monolingual

εὔπονος, -ον (ΑΜ)
επίπονος, κουραστικός.
επίρρ...
εὐπόνως (Μ)
επίπονα, με μεγάλο κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»].