εὔπονος

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπονος Medium diacritics: εὔπονος Low diacritics: εύπονος Capitals: ΕΥΠΟΝΟΣ
Transliteration A: eúponos Transliteration B: euponos Transliteration C: eyponos Beta Code: eu)/ponos

English (LSJ)

εὔπονον, toilsome, φυλακαί Aristonous 1.38.

Greek Monolingual

εὔπονος, -ον (ΑΜ)
επίπονος, κουραστικός.
επίρρ...
εὐπόνως (Μ)
επίπονα, με μεγάλο κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»].

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung