εὔπηνος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, (πήνη)

   A of fine texture, ὑφαί E.IT312, 814.

German (Pape)

[Seite 1088] schön gewebt, ὑφαί, Eur. I. T. 312 (v. l. für εὔπηκτος). 814. 1465.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπηνος: -ον, (πήνη) καλῶς ὑφασμένος, ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312, 814, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle trame.
Étymologie: εὖ, πήνη.

Greek Monolingual

εὔπηνος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά υφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος, πολύ-πηνος].