υφάδι
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ
το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα του στημονιού, αλλ. κρόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφη + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κοπ-άδιον). Ο τ. φάδι, με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-].