εὔσκεπτος

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.

German (Pape)

[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.

Greek Monolingual

εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό-σκεπτος, πολύ-σκεπτος].